- Αρματολικό
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 234 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νεράιδας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης — (Μπαρμπίτσα, Πάρνωνας 1760 – Μάνη 1805). Κλέφτης και αρματολός της Πελοποννήσου. Από τους προδρόμους του κινήματος της εθνικής ανεξαρτησίας, προσπάθησε να ενώσει τους αρματολούς όλης της Ελλάδας εναντίον των Τούρκων και τα κατορθώματά του πέρασαν … Dictionary of Greek
Ζαχαρίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δράκος. Καταγόταν από την Αταλάντη και διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Έδρασε ως κλέφτης στο αρματολικό σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, πήρε μέρος σε πολλές μάχες παρά το προχωρημένο της… … Dictionary of Greek
Περαντώνης ή Αντωναράς — Αρματολός. Καταγόταν από την Ιεράπετρα της Κρήτης. Έδρασε πριν το 1821. Μαζί με τους πέντε γιους του είχε συγκροτήσει αρματολικό σώμα, το οποίο είχε γίνει το φόβητρο των Εσπέχηδων, Τούρκων που ζούσαν στη νοτιοανατολική Κρήτη. Πολλούς απ’ αυτούς,… … Dictionary of Greek
Σταθάς — I Επώνυμο αρματολών, οι οποίοι κατάγονταν από το Βάλτο. 1. Γεροδήμος. Περιώνυμος αρματολός της επαρχίας του Βάλτου, ο οποίος άκμασε το 18o αι. Το 1766, αφού πείστηκε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς από τον αποσταλμένο της Αικατερίνης B’ Έλληνα λοχαγό… … Dictionary of Greek